θήλαζε

θήλαζε
θηλάζω
suckle
pres imperat act 2nd sg
θηλάζω
suckle
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σωσίπολις — θεός της αρχαίας Ήλιδας που λατρευόταν στο ναό της Ειλειθυίας, στην Ολυμπία. Όταν οι Αρκάδες είχαν επιδράμει στην Ήλι, εμφανίστηκε, κατά το μύθο, μια γριά που θήλαζε νήπιο και το απόθεσε ανάμεσα στα δυο στρατόπεδα. Το βρέφος μεταμορφώθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • Αγαθόκλεια — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασίλισσα της Βακτριανής (μέσα 2ου αι. π.Χ.), ίσως σύζυγος του βασιλιά της χώρας αυτής, Στράτωνα. Εικονίζεται σε πολλά νομίσματα της Βακτριανής (σημερινού Τουρκεστάν και μέρους του Αφγανιστάν). Ήταν ελληνικής… …   Dictionary of Greek

  • Ρωμύλος — I Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν αξιωματούχος επί Τραϊνού (97 117) και μεγάλος διώκτης του χριστιανισμού. Αργότερα όμως ασπάστηκε και ο ίδιος το χριστιανισμό και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό. Η μνήμη του τιμάται την 6η Σεπτεμβρίου. II… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”